μπερδεψοδουλειά

μπερδεψοδουλειά
η
1. υπόθεση ή περίπτωση περιπεπλεγμένη τής οποίας είναι δύσκολο να προβλεφθεί η έκβαση
2. μτφ. ύποπτη επιχείρηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μπερδεύω (αόρ. μπέρδεψα) + δουλειά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μπερδεψοδουλειά — η 1. περίπλοκη δουλειά: Έχει μπερδεψοδουλειές στην επιχείρησή του. 2. παράνομη επιχείρηση, υπόθεση αμφίβολης νομιμότητας: Είχε μπερδεψοδουλειές, γι αυτό τον συνέλαβε η αστυνομία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”